φωνοληψία

φωνοληψία
η, Ν
(φυσ.-τεχνολ.) σύνολο διεργασιών με τις οποίες επιτυγχάνεται η σύλληψη τών ήχων και η αποτύπωσή τους, παλαιότερα με μηχανικά, σήμερα με ηλεκτρακουστικά μέσα («η φωνοληψία τού έργου είναι πολύ καλή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -ληψία (< -λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. ηχο-ληψία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωνοληψία — η σύνολο επεξεργασιών για τη λήψη και αποτύπωση της φωνής και γενικά των ήχων με ηλεκτρακουστικά μέσα, ηχοληψία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνοληπτικός — ή, ό, Ν [φωνοληψία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνοληψία. επίρρ... φωνοληπτικά Ν από φωνοληπτική άποψη, με φωνοληψία …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • φωνοληπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνοληψία (βλ. λ.), που είναι της φωνοληψίας: Φωνοληπτικό μηχάνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”