- φωνοληψία
- η, Ν(φυσ.-τεχνολ.) σύνολο διεργασιών με τις οποίες επιτυγχάνεται η σύλληψη τών ήχων και η αποτύπωσή τους, παλαιότερα με μηχανικά, σήμερα με ηλεκτρακουστικά μέσα («η φωνοληψία τού έργου είναι πολύ καλή»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -ληψία (< -λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. ηχο-ληψία].
Dictionary of Greek. 2013.